- πανίλαος
- πᾰν-ίλᾰος [ῑ], ον,A all-gracious, Opp.H.2.40.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πανίλαος — all gracious masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανίλαος — ον, Α γεμάτος ευσπλαχνία και χάρη, ηπιότατος, πραότατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἵλαος, άλλος τ. τού ίλεως «ευμενής, πράος»] … Dictionary of Greek
πανίλαον — πανίλαος all gracious masc/fem acc sg πανίλαος all gracious neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)